Τετάρτη, Μαΐου 08, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 08, 2024 | Permalink
Edith Wharton "Το σπίτι της ευθυμίας"
Στη Νέα Υόρκη των αρχών του 20ου αιώνα, τοποθετείται το εμβληματικό μυθιστόρημα, «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΣ» («The house of mirth»), της σπουδαίας Αμερικανίδας συγγραφέως Edith Wharton (Νέα Υόρκη 1862 – Γαλλία 1935), που εκδόθηκε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε (ωραία) μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά (σελ. 552). Η Γουόρτον, γεννημένη και αναθρεμμένη μέσα στους κόλπους της ανώτερης τάξης της Νέας Υόρκης, περιγράφει με ακρίβεια και οξύτητα πνεύματος τις κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις της εποχής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, μέσα από την ιστορία μιας μυθιστορηματικής ηρωίδας μεγάλου λογοτεχνικού μεγέθους.


Η Λίλι Μπαρτ ήταν μια καλλονή. Όλα επάνω της, ήταν τέλεια, σαν να τα ζωγράφισε ο καλύτερος ζωγράφος. Κάπου προς την αρχή του βιβλίου, περιγράφεται μια δεξίωση (από τις πολλές που υπάρχουν στην αφήγηση), όπου οι κυρίες της «καλής κοινωνίας», καλούνται να αναπαραστήσουν σε tableaux-vivants κάποιους πίνακες. Η Λίλι Μπαρτ, είναι ένα πιστό αντίγραφο του πίνακα που επίλεξε, μια εικόνα σπάνιας ομορφιάς, αφήνοντας άφωνους τους παρευρισκόμενους. Η Λίλι όμως έχει φτάσει στην ηλικία των 29 χρονών και δεν έχει ακόμα παντρευτεί, θεωρείται σχεδόν γεροντοκόρη.
 
Αυτό όμως δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Λίλι Μπαρτ. Μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον, πρώτα από τη μητέρα της και μετά από την αυστηρή και πουριτανή θεία της, όπου ο αντικειμενικός στόχος είναι η εύρεση ενός πλούσιου συζύγου, έχει αναπτύξει δεξιότητες στους καλούς τρόπους και στο καλό γούστο. Η απαράμιλλη ομορφιά της και οι κοινωνικές της δεξιότητες, την καθιστούν μόνιμη προσκεκλημένη πλουσίων οικογενειών και οι προϋποθέσεις για μια πρόταση γάμου υπάρχουν, αλλά πάντα κάτι χαλάει στο τέλος. Ουσιαστικά καλλιεργεί το έδαφος, προετοιμάζει τα πάντα, αλλά στο τέλος είτε δειλιάζει, είτε απουσιάζει από ένα κρίσιμο ραντεβού, σαν κάποια σκιά να υπάρχει στη ζωή και στην προσωπικότητά της.
 
«Η Λίλι, ως όφειλε, είχε εντυπωσιαστεί από το μεγαλείο των ευκαιριών της. Η μιζέρια της τωρινής της ζωής σκιαγραφούσε γοητευτικά τη ζωή που πίστευε ότι δικαιούνταν. Για μια κατώτερη ευφυΐα, οι συμβουλές της κυρίας Μπαρτ ίσως ήταν επικίνδυνες, η Λίλι όμως καταλάβαινε ότι η ομορφιά δεν ήταν παρά μόνο η πρώτη ύλη της κατάκτησης και ότι για να φτάσει στην επιτυχία απαιτούνταν και άλλες τέχνες. Ήξερε ότι το να επιδεικνύει το οποιοδήποτε αίσθημα ανωτερότητας αποτελούσε μια λιγότερο προφανή μορφή της βλακείας που καταδίκαζε η μητέρα της και δεν άργησε να μάθει ότι μία καλλονή οφείλει να δείχνει μεγαλύτερη αβρότητα από κάποια άλλη με συνηθισμένη εμφάνιση.»
 
Η Λίλι Μπαρτ, είναι όπως δηλώνει «πτωχή αλλά πανάκριβη»! Ουσιαστικά ζει με το επίδομα που της παρέχει η θεία της – που δεν είναι και πολύ καλά στην υγεία της. Κατά καιρούς, διάφοροι νεόπλουτοι που επιθυμούν σφόδρα να εισέλθουν στην «καλή κοινωνία» της Νέας Υόρκης, την «προσλαμβάνουν» (ουσιαστικά) για να διοργανώσει ταξίδια, δεξιώσεις, να επιλέγει ρούχα και διακόσμηση στις επαύλεις που έχουν αγοράσει η χτίσει, για την (πάμπλουτη και άσχετη) οικοδέσποινα, που θέλει διακαώς να συμπεριληφθεί στους κύκλους της ανώτερης τάξης, και μετά να «διασκεδάζει» γνωστούς και άγνωστους της από τους καλεσμένους. Η Λίλι χάριν του καλού της γούστου και των τρόπων της, ήταν κάποτε περιζήτητη και πολύφερνη, αλλά τώρα βλέπει κι η ίδια ότι οι συμπεριφορές «φίλων» και γνωστών, έχουν αλλάξει. Υπάρχει κριτική για την τάση της προς τον τζόγο (όπου συνήθως χάνει), προς την στάση της προς κάποιους άνδρες (το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει).
 
Φταίει όμως και η Λίλι Μπαρτ. Παρότι είναι ένας καλός άνθρωπος με πολλές φορές αγνά αισθήματα, είναι κατά βάση, μια ματαιόδοξη, στενόμυαλη και επιπόλαιη κοπέλα. Θεωρεί ότι είναι κάποιου είδους ηρωίδα της Jane Austin, προσβάλλει ανθρώπους χωρίς μεγάλες οικονομικές δυνατότητες που την πλησιάζουν και κάποιοι όπως ο δικηγόρος Σέλντεν που την αγαπάει αληθινά, μπορεί να απολαμβάνουν κατά καιρούς την παρέα της, αλλά δεν θεωρούνται «άξιοι» να την παντρευτούν, παρά τα αισθήματα που μπορεί κι η ίδια να τρέφει προς αυτούς. Δεν θεωρούνται όμως «άξιοι» και κάποιοι εξωφρενικά πλούσιοι άνδρες που θεωρούνται «νεόπλουτοι» αλλά δεν έχουν τους φινετσάτους τρόπους της αριστοκρατίας (όπως τη θεωρεί η ηρωίδα), όπως ο χρηματιστής Ρόουζντεϊλ που επιθυμεί διακαώς να την παντρευτεί αλλά «βρίσκει τοίχο» σε κάθε του προσπάθεια.
 
Η «φωνή της λογικής» στο βιβλίο, είναι ο Σέλντεν. Ένας δικηγόρος που βρίσκεται στις παρυφές του κόσμου των πλουσίων, είναι οικονομικά ανεξάρτητος και παρατηρεί με ακρίβεια τα τεκταινόμενα. Δεν διστάζει να γίνει δυσάρεστος απέναντι στην αιθεροβάμονα Λίλι και να της κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, κι όταν η Λίλι συνειδητοποιήσει ότι τα χρήματα που λαμβάνει από τους μεγιστάνες, απαιτούν ανταλλάγματα, στον Σέλντεν τρέχει για βοήθεια. Το αδιέξοδο για την Λίλι είναι μονόδρομος και οι ευκαιρίες δεν υπάρχουν πια. Η σχέση με τον Σέλντεν δεν προχωράει, όπως δεν προχώρησε ποτέ τίποτα στην συναισθηματική ζωή της Λίλι, και η αναπόφευκτη πτώση όταν έρθει, θα είναι πολύ σκληρή.

Τα τελευταία χρόνια προβάλλεται μια σειρά σε παραγωγή HBO, το «The Gilded Age», μια δημιουργία του Julian Fellows
που έγινε γνωστός από την τεράστια επιτυχία της τηλεοπτικής σειράς «
Downton Abbey». Το «Gilded Age», διαδραματίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στη Νέα Υόρκη και δείχνει ακριβώς ό,τι περιγράφει η Wharton στο βιβλίο της – προφανώς ο δημιουργός της σειράς είχε μελετήσει σε βάθος την συγγραφέα: τον κόσμο των μεγιστάνων της πόλης∙ επικεντρώνεται δε, στην σύγκρουση «old money» με «new money». Όπως καταλαβαίνει κανείς, η σειρά είναι γεμάτη υποκρισία και υπόγειες διαμάχες, όπου η πολυτέλεια περισσεύει και η σκληρότητα είναι σε καθημερινή βάση.

Η Wharton στο βιβλίο της, με καίριο τρόπο, εκθέτει ακριβώς αυτήν, την επίδειξη, την υποκρισία και την ηθική χρεοκοπία της ανώτερης κοινωνίας της Νέας Υόρκης. Το μυθιστόρημα, εκτός από σχόλιο για το τίμημα της ματαιοδοξίας, αποτελεί μια καυστική κριτική των ρηχών αξιών, της χυδαιότητας και της σκληρότητας των ανθρώπων που πλουτίζουν καθημερινά στην ακμάζουσα οικονομία των Η.Π.Α. της εποχής αλλά ταυτόχρονα και με οξυδερκή τρόπο, είναι μια εξερεύνηση, μια οξεία ματιά στους περιορισμούς της κοινωνίας στις γυναίκες.
 
«Ωστόσο άλλο πράγμα είναι να ζεις άνετα με την αφηρημένη ιδέα της φτώχειας και άλλο να έρχεσαι σε επαφή με την ανθρώπινη ενσάρκωσή της. Η Λίλι δεν είχε στοχαστεί ποτέ αυτά τα θύματα της μοίρας παρά μόνο ως μάζα. Το ότι τη μάζα αποτελούσαν ξεχωριστές ζωές, αναρίθμητα διαφορετικά κέντρα αισθήσεων, με τις δικές της ατέρμονες προσπάθειες για ευτυχία, με τη δική της αποστροφή για τον πόνο – το ότι κάποιοι από αυτούς τους μπόγους συναισθημάτων είχαν μια μορφή που θύμιζε αρκετά τη δική της , με μάτια προορισμένα να κοιτάζουν τη χαρά  και νεαρά χείλη φτιαγμένα για τον έρωτα – αυτή η ανακάλυψη προκάλεσε στη Λίλι μια έκρηξη οίκτου από εκείνες που αποσυντονίζουν μια ανθρώπινη ύπαρξη. Η φύση της Λίλι ήταν ανίκανη για μια τέτοια διαδικασία αλλαγής: μπορούσε να νιώσει άλλες απαιτήσεις μόνο μέσα από τις δικές της, και κανένας πόνος δεν διαρκούσε με κάποια ένταση αν δεν πίεζε κάποιο νεύρο της που θα αντιδρούσε.»


Οι χαρακτήρες στο βιβλίο είναι (όλοι τους) ένας κι ένας. Η Wharton «κεντάει» στην σκιαγράφησή τους, στους ευφυέστατους διαλόγους και στον διεισδυτικό κοινωνικό σχολιασμό μιας κοινωνικής τάξης, που την γνώριζε εκ των έσω, καθώς είχε μεγαλώσει στους κόλπους της. Είχε ανατραφεί σαν την ηρωίδα της, με στόχο να κάνει έναν «καλό γάμο», αλλά σε αντίθεση με την Λίλι, ξέφυγε από αυτό (της πήρε βέβαια κάποιες δεκαετίες), και στο βιβλίο της τονίζει την ματαιότητα μιας γυναίκας του κοινωνικού status της Λίλι, να ξεφύγει από την προκαθορισμένη μοίρα της. Η Λίλι ήταν αβοήθητη σε αυτό που η εκπαίδευσή της, την προόριζε: ένα «προϊόν» που είχε εξειδικευτεί να στολίζεται και να περιμένει χαρούμενη, να «διασκεδάζει» πηγαίνοντας από εκδήλωση και πάρτι, σε δεξιώσεις και σε συγκεντρώσεις, κυνηγώντας το εφήμερο και το περαστικό, με απώτερο στόχο, να γίνει κι αυτή μια από τις πλούσιες αριστοκράτισσες (ή wannabe τέτοιες) που συναναστρεφόταν. Γνώριζε πώς να ταιριάζει φορέματα και χρώματα, λουλούδια και τραπέζια για δείπνα, αλλά υπάρχει απόσταση μεταξύ διακόσμησης και υλοποίησης στόχων μέσα σε μια κοινωνία τόσο επιφανειακή που αλληλοσφάζεται.
 
Μέσα από τα δικά της «λάθη» ή τους δισταγμούς στις κρίσιμες στιγμές – να μη μπει σε μια άμαξα ενός άνδρα που θα της έκανε πρόταση γάμου, να μην εκβιάσει με κάποιες επιστολές που έπεσαν στα χέρια της, να απορρίπτει τον πιο γρήγορα ανερχόμενο πλούσιο επειδή της φαινόταν χυδαίοι οι τρόποι του, κάνει την αντίστασή της χάνοντας τις «ευκαιρίες». Η «πτώση» της αποτελεί μια «απελευθέρωση», είναι η αντίδρασή της στο προκαθορισμένο μονοπάτι, αλλά η τιμωρία της θα είναι σκληρή, καθώς ακόμα και τότε, ο εγωισμός της δεν την αφήνει να δει καθαρά.
Στον προσεκτικό αναγνώστη, ο χαρακτήρας της Λίλι Μπαρτ – όχι πάντα ιδιαίτερα συμπαθής, πολλές φορές σου έρχεται να κλείσεις το βιβλίο αγανακτισμένος με την ανοησία της -, θα θυμίσει αυτόν της Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο «Όσα παίρνει ο άνεμος», αλλά είναι το αφηγηματικό ύφος της Wharton, που με τις πινελιές από Μπαλζάκ στη νατουραλιστική αποτύπωση της εποχής, καθιστά το βιβλίο ακαταμάχητο.
 
Εδώ μιλάμε για μεγάλους στυλίστες και ενδεχομένως, η Wharton να βρίσκεται μια κλίμακα κάτω από τον (μαιτρ του είδους) ανυπέρβλητο στυλίστα Henry James, και κανένα από τα βιβλία της να μη μπορεί να φτάσει το «Πορτρέτο μιας κυρίας», και ίσως, το «Σπίτι της ευθυμίας» να μη φτάνει στο επίπεδο του αριστουργήματος της συγγραφέως, που είναι «Τα χρόνια της αθωότητας», ή ακόμα και του δικού αγαπημένου, του "Ήθαν Φρομ" (που είχα διαβάσει πριν από "αιώνες"),  αλλά δεν παύει να είναι ένα μυθιστόρημα που δεν δείχνει την ηλικία του, ένα βιβλίο εξαιρετικό, χορταστικό και ιδιαίτερα μοντέρνο που διαβάζεται με άνεση (και απολαμβάνεται) από τον αναγνώστη του 21ου αιώνα.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
 
Το blog συμπληρώνει σήμερα (8 Μαΐου), 18 χρόνια συνεχούς παρουσίας. Δεν γνωρίζω πόσο ακόμα θα συνεχίζω τον «αγώνα τον καλό», δεν είμαι πια ο ίδιος που ήμουν το 2006 και όλα τριγύρω έχουν αλλάξει. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται πια να διαβάζει μεγάλα κείμενα και η εικόνα έχει επικρατήσει ακόμα και ανάμεσα σε στιβαρούς αναγνώστες. Είναι αυτός ο ένας, από καιρού εις καιρόν, που θα με βρει και θα μου πει, πόσο τον επηρέασε αυτό ή το άλλο κείμενο για βιβλίο που έγραψα ή να με ευχαριστήσει για κάποιο βιβλίο που δεν ήξερε και έμαθε από μένα, που με κάνει να συνεχίζω. Και αυτό – πιστέψτε με – είναι ότι αξίζει περισσότερο.
Σας "δωρίζω" λοιπόν ένα χαζοτράγουδο για την περίσταση!






 
Τετάρτη, Απριλίου 24, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 24, 2024 | Permalink
"Πούτζι" - κάτι παραπάνω από μια μυθιστορηματική βιογραφία

 

«Ξέρετε, αγαπητέ μου φίλε, ποτέ η Γερμανία δεν ήταν περισσότερο ο εαυτός της απ’ ό,τι με τον Χίτλερ και υπό την εξουσία του Χίτλερ.»
                                       Hans-Jurgen Syberberg
 
Ένας πανύψηλος άνθρωπος (σχεδόν δύο μέτρα), που είχε το παρατσούκλι «ανθρωπάκος». Ένας μποέμ τύπος που τον ενδιέφερε η τέχνη και η μουσική και έφτασε να γίνει για μια (μικρή έστω) περίοδο ο έμπιστος του Χίτλερ. Αυτός ήταν ο Ερνστ Χανφστέγκλ, ο πανύψηλος συνεργάτης του Χίτλερ, που αποκαλείτο απ’ όλους «Πούτζι» (ανθρωπάκος – παρατσούκλι που του είχε δώσει μια καμαριέρα της οικογένειάς του όταν ήταν δύο ετών), και την ιστορία του περιγράφει με εκπληκτικό τρόπο, ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος Thomas Snegaroff (ε.γ.1974), στη μυθιστορηματική βιογραφία «ΠΟΥΤΖΙ» («Putzi») – (εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφρ. Κ. Γούλα, σελ.417).


Πρόσωπο αμφιλεγόμενο ο Πούτζι, που κανείς μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά στην ερώτηση. Τι ήταν ακριβώς; Ένας «Κλόουν» ή ένα «Τέρας» με αγαθή εμφάνιση; Ο συγγραφέας περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες και εξαιρετικό στυλ τον βίο και πολιτεία του ανδρός, αλλά κι ο ίδιος νιώθει ότι ο Πούτζι του ξεγλιστράει απ’ τα χέρια – δεν μπορεί (παρά την ογκώδη έρευνα και τις πολλές αναφορές) να καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Τι ακριβώς ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ένα παιχνιδάκι στα χέρια ενός παράφρονα ή ένας άνθρωπος που αναζητούσε με μανία έναν «πατέρα» να ακουμπήσει επάνω του;
 
«Πίσω από τον πιανίστα, πίσω από τον γελωτοποιό που περιέγραφε ο περίγυρος του Χίτλερ, πίσω από τον ευκατάστατο άνδρα που έκανε ό,τι μπορούσε για να δαμάσει το κτήνος, όπως αυτοπροσδιορίζεται ο Πούτζι στα Απομνημονεύματά του, κρυβόταν ένας σκιώδης ιδεολόγος, ένας μεγάλος μαριονετίστας που κουνούσε επιδέξια τα νήματα. Η σκιά όμως ήταν τόσο πυκνή που τον βύθισε μια για πάντα στο απύθμενο σκοτάδι των καιρών. Ο Ντέιβιντ Μάργουελ το βίωσε πριν από μένα: ο Πούτζι κινείται ασταμάτητα και ξεγλιστράει μέσ’ απ’ τα δάχτυλά μας.»
 

Ο Χανφστέγκλ γεννήθηκε το 1877 στο Μόναχο, σε μια οικογένεια εμπόρων τέχνης και το 1911 μετέβη στις Η.Π.Α., να σπουδάσει στο Χάρβαρντ Τέχνη, Φιλοσοφία και Ιστορία – περίοδο που την εκμεταλλεύτηκε δεόντως όταν υπηρέτησε τους Ναζί για να φιλτράρει την εικόνα τους στις Η.Π.Α. – και μετά, ανέλαβε το μικρό οικογενειακό κατάστημα στη Νέα Υόρκη με είδη τέχνης. Δεν πολέμησε στον Α Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς παρέμεινε στη Ν.Υόρκη, όπου γνωρίστηκε με μποέμ συγγραφείς της εποχής και η έμφυτη ικανότητά του στις δημόσιες σχέσεις τον έβαλε σε κύκλους διανοουμένων. Η οικογένεια όμως δέχτηκε ισχυρά πλήγματα στον πόλεμο, δύο αδέρφια του σκοτώθηκαν και η προσπάθεια για επέκταση της επιχείρησης, στις Η.Π.Α. ναυάγησε. Το 1920 παντρεύτηκε μια Γερμανίδα που ζούσε κι εκείνη στη Ν. Υόρκη, την Χελένα Νιμάγιερ (ένας γάμος που έληξε σχετικά γρήγορα), ενώ προηγουμένως είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες κι έναν μεγάλο έρωτα με την συγγραφέα Τζούνα ΜπαρνςΝυχτοδάσος»). Όταν αναγκάστηκε να κλείσει το κατάστημα της Νέας Υόρκης, γύρισαν πίσω στο Μόναχο.
 
Ήταν μια πολύ ταραγμένη περίοδος στο Μόναχο, και ο Χίτλερ είχε φανεί στο προσκήνιο. Οι γνωριμίες του Πούτζι από το Χάρβαρντ, τον καθιστούν ένα άτομο εμπιστοσύνης για να τον φέρει σε επαφή με ανθρώπους από τις Η.Π.Α. (δημοσιογράφους, κυβερνητικούς υπαλλήλους, κατασκόπους – μπορεί όλα αυτά μαζί), που παρακολουθούν τα γεγονότα. Μέσω αυτών, πηγαίνει στις συγκεντρώσεις του Χίτλερ σε μπυραρίες και αλλού, κι ενθουσιάζεται με τις ρητορικές δεξιότητες του. Γνωρίζει τον Χίτλερ, ο οποίος γίνεται στενός φίλος της οικογένειας με την Χελένα να εντυπωσιάζεται τόσο πολύ που όταν κυνηγημένος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 23 καταφεύγει σπίτι τους, του παίρνει το περίστροφο που είχε στρέψει στον εαυτό του, από τα χέρια, παροτρύνοντάς τον να παραδοθεί, λέγοντάς του «θα βγείτε από την φυλακή, ήρωας».


Οι σχέσεις της οικογένειας Χανφστέγκλ, με τον Χίτλερ γίνονται όλο και πιο στενές μετά την φυλακή. Ο Πούτζι παίζει μουσική στις συγκεντρώσεις τους, μαγεύοντας τον Χίτλερ, του γνωρίζει την οικογένεια Βάγκνερ. Χρηματοδοτεί την εφημερίδα του κόμματος, τον γνωρίζει σε ισχυρούς οικονομικά παράγοντες της χώρας, οι οποίοι ενθουσιάζονται μαζί του και προσφέρουν τεράστια ποσά για την άνοδο του κόμματος. Είναι από τους πρώτους αναγνώστες του «Ο αγών μου» και προσπαθεί να τον πείσει, να προσεγγίσει τις Η.Π.Α. (και να γίνει ο «εκλεκτός» τους), καθώς διαβλέπει ότι θα μπορούσαν οι ναζιστικές ιδέες (αντισημιτισμός, εθνικισμός, φυλετική καθαρότητα) να βρουν πρόσφορο έδαφος εκεί – υπήρχε άλλωστε η περίπτωση του Χ.Φορντ που ιδεολογικά συγγένευε με τον Αυστριακό.
Όμως η ταχύτατα ανερχόμενη δημοφιλία και άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, θα φέρουν τον Πούτζι, όλο και πιο κάτω στις προτιμήσεις του Δικτάτορα. Όταν οι Ναζί αναλάβουν την εξουσία, στον Πούτζι ανατίθεται ο ρόλος του Υπεύθυνου για τον Διεθνή Τύπο και κυρίως για τις σχέσεις με τις Η.Π.Α., όπου υπήρχε ισχυρό φιλοναζιστικό κλίμα. Ο Πούτζι βρίσκεται στο στοιχείο του, πηγαίνει από δεξίωση σε δεξίωση, γνωρίζει επώνυμους στις χώρες που επισκέπτεται, συναντιέται με τον Τσώρτσιλ και άλλους, καλλιεργεί ένα πρόσωπο των Ναζί, που έρχεται σε αντιπαράθεση, με την εσωτερική βία που ήδη ασκείται στους πολίτες της χώρας. Η σχέση του όμως με τον Γκαίμπελς δεν είναι καλή και η επιρροή του τελευταίου στον Χίτλερ όλο και μεγαλώνει προς απογοήτευση του Πούτζι που βλέπει να μη τον λαμβάνουν στα σοβαρά. Ήδη παλαιοί γνωστοί και σύντροφοι του Χίτλερ έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται και όταν θα γίνει η «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» το 1934, μπορεί και να τη γλυτώνει, επειδή βρισκόταν στις Η.Π.Α.
 
Ο Πούτζι, από εκείνο το σημείο και μετά, κι όταν παύεται από τις αρμοδιότητές του, καθώς η κόντρα με τον Γκαίμπελς έχει οξυνθεί, ζει με τον τρόμο της σύλληψής του. Ο Χίτλερ τον αποφεύγει, κανείς δεν τον παίρνει πλέον στα σοβαρά (τον πήραν άραγε ποτέ;). Θα εκμεταλλευτεί ένα ταξίδι στο Λονδίνο για να ζητήσει καταφύγιο εκεί. Θα παραμείνει έγκλειστος καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, μεταφερόμενος από φυλακή σε φυλακή, στην Αγγλία, στον Καναδά, στις Η.Π.Α., αλλά θα την γλυτώσει.
 

Ο
Snegaroff, περιγράφει ενδελεχώς έναν άνθρωπο που πίστεψε και λάτρεψε τον Χίτλερ σε σημείο εμμονής. Ο Χίτλερ ήταν τα πάντα γι’ αυτόν, «πατέρας», «αδερφός». Ήταν σαν έρωτας χωρίς σεξουαλικό πρόσημο. Ο Χίτλερ όμως δεν είχε συναισθήματα, απλά έπαιρνε ότι τον βόλευε και μετά τους πετούσε σαν σκουπίδια. Εξάλλου ο Πούτζι αντιπροσώπευε ότι ήθελε να ξεχάσει. Τα πρώτα χρόνια, που ήταν ένα τίποτα και εξαρτιόταν από την προστασία κάποιων ισχυρών, τα χρόνια που φοβόταν και το έδειχνε. Ο αφελής και «ελαφρύς» Πούτζι δεν του χρησίμευε σε κάτι από την στιγμή που ανήλθε στην εξουσία και έπρεπε να παραμερισθεί.
 
Ποιος όμως ήταν ο Πούτζι και πόσα γνώριζε από τα εγκλήματα του καθεστώτος, πριν τον Β παγκόσμιο πόλεμο; Γιατί συνέχιζε να λατρεύει και να υποστηρίζει τον Χίτλερ, ακόμα και στην περίοδο του εγκλεισμού του κατά την περίοδο του πολέμου; Μετάνιωσε ποτέ για τις επιλογές του; Μήπως το μόνο που ήθελε ήταν να βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο και να πηγαίνει από πάρτι σε πάρτι αδιαφορώντας για το τι γίνεται γύρω του; Είχε καταλάβει ποτέ τι ακριβώς ήταν ο Χίτλερ ή δεν τον ενδιέφερε;
 
«Η καθημερινή ενοχή μας είναι μεγαλύτερη από την αλλοτινή ενοχή, καθότι είναι πλήρως συνειδητή και ανανεώνεται καθημερινά από την ψυχρή απληστία μας, είναι επίσης μεγαλύτερη λόγω του ότι είμαστε πεπεισμένοι ότι είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, έτσι που οι νεκροί που έχουμε στη συνείδησή μας ακόμη ψάχνουν τη Νυρεμβέργη τους. Ζούμε σήμερα ανάμεσα σε παιδιά και τα παιδιά φοβούνται όλα τον πατέρα τους, ιδίως όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη, και όταν συνειδητοποιούν την ομοιότητά τους, τη νύχτα, συχνά στη γωνία ενός δρόμου, στη βιτρίνα των μεγάλων καταστημάτων.» Hans-Jurgen Syberberg από ένα αφιέρωμα του Cahiers du cinema σε αυτόν.


Η έρευνα του συγγραφέα είναι εντυπωσιακή. Έχει περπατήσει στους δρόμου του Μονάχου, όπου βρισκόταν το εντυπωσιακό σπίτι των Χανφστέγκλ (πολύ κοντά σε αυτό της οικογένειας Τόμας Μαν), έχει συνομιλήσει με ανθρώπους που είτε γνώριζαν, είτε είχαν ασχοληθεί με την «περίπτωση Πούτζι», διερεύνησε τις σχέσεις και τις υπόγειες διαδρομές επιφανών Αμερικανών με το Ναζιστικό καθεστώς, ενώ παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον η συνομιλία του με τον σπουδαίο Γερμανό σκηνοθέτη Hans-Jurgen Syberberg, που η ταινία του «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία», αποτελεί την καλύτερη ανάλυση για τους Γερμανούς που μπορεί να δει κανείς. Όλα αυτά με την αρωγή του γιου του Πούτζι, που ήταν βαφτισιμιός του Χίτλερ και πολέμησε (καθώς είχε και την Αμερικανική υπηκοότητα υιοθετώντας το όνομα της Αμερικανίδας γιαγιάς του) στον Αμερικανικό στρατό.
 
Ο Snegaroff, ασχολείται με την «μικροϊστορία», με ένα δευτερεύον πρόσωπο της Ιστορίας, έναν άνθρωπο που αποτελεί μάλλον υποσημείωση στην ιστορία της ανόδου των Ναζί στην εξουσία, έναν άνθρωπο που οι περισσότεροι της εποχής, δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά, θεωρώντας τον «γραφικό» (έπαιζε ρόλο το ύψος αλλά και το μάλλον κωμικό ύφος). Ο Πούτζι σε κανένα σημείο δεν γίνεται συμπαθής στον αναγνώστη, περισσότερο απορίες του προκαλεί παρά κάτι άλλο. Απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν, άλλωστε το βιβλίο είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία και πέραν των γεγονότων, υπάρχει μυθοπλασία, αλλά μπορούμε μέσα από τις γλαφυρές περιγραφές συναντήσεων και συζητήσεων, μικρών λεπτομερειών και άλλων, να αντιληφθούμε πως μπορεί κάποιος αφελής ίσως, και όχι ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος να παρασυρθεί από έναν παρανοϊκό ηγέτη (όπως άλλωστε και ένα ολόκληρο έθνος).
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
Τετάρτη, Απριλίου 03, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 03, 2024 | Permalink
Graham Greene "Ο επίτιμος πρόξενος"
Είναι ορισμένοι συγγραφείς, που ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο να γράψουν, επιβάλλεται να τους διαβάσεις. Ένας από αυτούς είναι ο εξαιρετικός Βρετανός Graham Greene (Αγγλία 1904 – Ελβετία 1991), που προσφέρει εγγυημένη λογοτεχνική απόλαυση σε όλα του τα μυθιστορήματα. «Ο Επίτιμος πρόξενος» («The Honorary Consul»), που κυκλοφόρησε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδ. Πόλις (είχε εκδοθεί και πριν από 35 χρόνια από τις εκδ. Νεφέλη), σε μετάφραση του Αχ. Κυριακίδη (σελ. 387), δεν είναι από τα πιο γνωστά του βιβλία (αδίκως), παρότι διαθέτει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του. Ένα βιβλίο που εμπεριέχει μια ιστορία για την αναζήτηση νοήματος, αλλά και ένα βιβλίο λύτρωσης που περιγράφει ένα κόσμο που παραπαίει και είναι χαμένος στο χάος και την αβεβαιότητα.


Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σε ένα (πολύ) απομακρυσμένο χωριό της Αργεντινής, σε μια περιοχή που τη χωρίζει από την Παραγουάη ο ποταμός Παρανά (που αποτελεί και μεθοριακή γραμμή μεταξύ των δύο χωρών). Ο ήρωας του βιβλίου, είναι ο νεαρός γιατρός Εδουάρδο Πλαρ, γιος ενός εξόριστου Άγγλου με προοδευτικές ιδέες και μιας Ισπανίδας. Ο πατέρας του Πλαρ, αφού έστειλε την σύζυγό του και τον έφηβο τότε γιο του στο Μπουένος Άιρες, έμεινε στην απέναντι πλευρά και φυλακίστηκε. Πολλά χρόνια μετά μάθανε ότι έχει πεθάνει. Ο Πλαρ έχει επιλέξει να ζήσει κοντά στην πόλη που χάθηκε ο πατέρας του – από την άλλη άκρη του ποταμού -, προσπαθώντας να βρει τον εαυτό του, την ταυτότητά του σε μια πόλη, όπου υπάρχουν κι άλλοι δυο Άγγλοι, με τους οποίους κάνει παρέα, ο εξηντάρης Τσάρλι Φόρτναμ και ο Δόκτωρ Χάμφρις. Ο Φόρτναμ είναι ο επίτιμος πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή, ένας άτυπος τίτλος χωρίς προνόμια, χωρίς αρμοδιότητες, που ο φανατικός πότης και μονίμως μεθυσμένος Φόρτναμ, τον χρησιμοποιεί για να εισάγει πολυτελή αυτοκίνητα ανά διετία χωρίς δασμούς και να τα πουλάει. Έχει δε παντρευτεί την Κλάρα, μια νεαρή πρώην πόρνη, με την οποία ο Πλαρ διατηρεί ερωτική σχέση, που όλη η επαρχιακή πόλη γνωρίζει εκτός του άμεσα ενδιαφερόμενου Φόρτναμ.
 
Είναι οι μέρες που επισκέπτεται την πόλη, ο Αμερικανός πρέσβυς και μια ομάδα ανταρτών, υπό την καθοδήγηση του πρώην συμμαθητή του Πλαρ στο σχολείο, Λεόν Ρίβας, σχεδιάζει την απαγωγή του πρέσβυ, με σκοπό να πιέσει για την απελευθέρωση ομοϊδεατών τους, από τις φυλακές της Παραγουάης. Η απαγωγή όμως εξελίσσεται σε τραγέλαφο, καθώς οι αντάρτες απαγάγουν τον Φόρτναμ, μπερδεύοντας τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Ο Φόρτναμ τραυματίζεται κατά την απόπειρα και έτσι καλείται ο Πλαρ να προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες. Ο Πλαρ ήταν συμπαθών προς τους αντάρτες, είτε επειδή ήταν παλιοί συμμαθητές του – με τον δε Λεόν Ρίβας ήταν φίλοι, είτε επειδή θεωρούσε δίκαιο τον αγώνα τους κατά του καταπιεστικού καθεστώτος της Παραγουάης. Ο δε Λεόν Ρίβας που ήταν παππάς και μετά πέταξε το ράσο, είναι ένας άνθρωπος βασανισμένος από τις ηθικές ανησυχίες, που όμως για τους κατοίκους του μικρού και πανάθλιου χωριού όπου βρίσκεται η καλύβα που έχουν καταφύγει, θεωρείται ακόμα ιερέας – μια περίπτωση πολύ συχνή στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίες 60-70.
 
Εκεί λοιπόν, που για τον γιατρό Πλαρ, κυλούσε ήρεμα (σχετικά) η ζωή στη μικρή επαρχιακή πόλη, και οι συζητήσεις με ένα συγγραφέα της περιοχής γύρω από το «machismo» - που η ακριβής του έννοια στα ελληνικά, μόνο με τη λέξη «βαρβατίλα» μπορεί να γίνει κατανοητή – που είναι διάχυτο στη Λατινοαμερικάνικη κουλτούρα και γενικότερα για τη λογοτεχνία και την φιλοσοφία, ήταν απολαυστικές, τώρα με την απαγωγή, η κατάσταση γίνεται περίπλοκη και άκρως βασανιστική για τον Πλαρ, που δεν μπορεί να περιμένει κάτι καλό να βγει από αυτή.
 
«Στα δεκατέσσερά του, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που’ χε κάνει τον πατέρα του να μείνει στην ποταμίσια αποβάθρα της παλιάς πρωτεύουσας. Χρειάστηκε να ζήσει κάμποσα χρόνια στο Μπουένος Άιρες μέχρι ν’ αρχίσει να καταλαβαίνει πως ή ζωή του εξόριστου μόνο απλή δεν ήταν: πολύ χαρτομάνι, πολλές επισκέψεις σε κρατικές υπηρεσίες. Το απλό ανήκε δικαιωματικά στους γηγενείς, σ’ εκείνους που θεωρούσαν τις συνθήκες της ζωής, όσο παράξενες κι αν ήταν, δεδομένες. Η ισπανική γλώσσα έχει λατινικές ρίζες, και οι Λατίνοι ήταν απλοί άνθρωποι. Η λέξη «machismo» - ο κακώς εννοούμενος ανδρισμός – ήταν το ισπανικό αντίστοιχο της λατινικής «virtus». Καμία σχέση με το αγγλικό θάρρος ή την αγγλική φλεγματικότητα. Ίσως ο πατέρας του, αλλοδαπός όπως ήταν, προσπαθούσε να μιμηθεί το machismo όταν επέλεξε ν’ αντιμετωπίσει μονάχος του τους καθημερινά αυξανόμενους κινδύνους στην άλλη πλευρά των παραγουανών συνόρων, αλλά το μόνο που’ χε δείξει στην αποβάθρα ήταν το φλέγμα.»
 
Ο Πλαρ, άθελά του, γίνεται συνεργός των ανταρτών, καθώς γνώριζε ότι κάτι ετοιμάζουν, και η κλήση του στην καλύβα-κρησφύγετο, με τον απαχθέντα Φόρτναμ, να αντιλαμβάνεται την παρουσία του, μετατρέπει τα πράγματα σε πολύ σοβαρά. Η ατμόσφαιρα στην καλύβα γίνεται ασφυκτική, οι προσπάθειες για εκβιασμό των αρχών αποτυγχάνουν καθώς οι Βρετανοί αδιαφορούν για την τύχη του συμπατριώτη τους, βρίσκουν δε και αφορμή για να τον απαλλάξουν και τυπικά από οποιοδήποτε τίτλο, οι δε αντάρτες συνειδητοποιούν σιγά-σιγά ότι, μόνο ένα αποτέλεσμα μπορεί να προκύψει. Ο Λεόν Ρίβας συνεχίζει να προβληματίζεται και επαναφέρει διαρκώς τις θεολογικές συζητήσεις, ενώ ο Φόρτναμ πληροφορείται ότι ο Πλαρ είναι εραστής της συζύγου του. Το δραματικό φινάλε που έρχεται κορυφώνει την ένταση στο σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα.
 
Ο Greene, ως συνήθως στα έργα του, εμβαθύνει και σε αυτό, στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, στα παιχνίδια της πολιτικής και στη σχετικότητα της Ηθικής. Ο ήρωάς του, παλεύει μέσα του για την ταυτότητα του, την πίστη του, τα ηθικά του όρια, και όλα αυτά χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα ευρηματικά, για να φωτίσουν ουσιαστικά τα ευρύτερα θέματα που πραγματεύεται το μυθιστόρημα. Συνδυάζοντας αριστοτεχνικά πολλαπλά αφηγηματικά νήματα – πολιτικό θρίλερ, ψυχολογικό δράμα, αναζήτηση ταυτότητας, αγάπη και ρομαντισμό, το βιβλίο εναλλάσσεται μεταξύ δράματος και σάτιρας, ενώ το κοινωνικό σχόλιο είναι κυρίαρχο απ’ άκρη σ’ άκρη.
 
«Θα μπορούσες να πεις ότι υπάρχει κάπου ένας μεγάλος φαρσέρ που του αρέσει να μπερδεύει τα πράγματα. Ίσως η σκοτεινή πλευρά του Θεού να’ χει αίσθηση του χιούμορ.»

Μέσα από συγκροτημένους και αληθοφανείς χαρακτήρες, ο Greene, περιγράφει το πορτρέτο μιας κοινωνίας που μάχεται την αποικιοκρατία και τον αυταρχισμό του καθεστώτος, επισημαίνει τις προσωπικές απογοητεύσεις και επιλογές ζωής, μέσα σε μια διαρκώς αυξανόμενη σύγχυση γύρω από το τι είναι ηθικό και πως εκφράζεται αυτό σε ένα καθεστώς εξαπάτησης, προσδοκίας και ατελείωτης βίας. Τα όρια είναι ασαφή και το διαρκές ερώτημα για το Καλό και το Κακό, οδηγεί σε προσωπικά και γενικότερα αδιέξοδα.
 
Το βιβλίο που έχει πολλές ομοιότητες με το «Κάτω από το ηφαίστειο»
του Μάλκολμ Λόουρι, έχει όλα τα στοιχεία ενός «μεγάλου» μυθιστορήματος. «Ο επίτιμος πρόξενος» (που δεν ευτύχησε ιδιαίτερα στην κινηματογραφική του μεταφορά το 1983 - στις ελληνικές αίθουσες προβλήθηκε με τον τίτλο «Η ερωμένη του διπλωμάτη», με τον
Richard Gere (έλεος) στον πρωταγωνιστικό ρόλο), διαθέτει λυρισμό και σκοτεινό χιούμορ σε αφθονία, στέρεο ψυχολογικό υπόβαθρο και ζωντάνια στους χαρακτήρες (που είναι ένας κι ένας). Η απαράμιλλη αφηγηματική ικανότητα του Graham Greene, ωθεί τον αναγνώστη σε προβληματισμό γύρω από την αλήθεια, τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, την εξουσία, τη δικαιοσύνη και πρώτιστα την ηθική ακεραιότητα.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
Τρίτη, Μαρτίου 26, 2024
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 26, 2024 | Permalink
Kill, kill, kill ("Τέκνο του Θεού" και "Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ")
Μυθιστορήματα βίαια και νοσηρά, όπου οι συγγραφείς εξερευνούν την ανθρώπινη κατάσταση και φτάνουν στα όρια της γραφής τους, προκαλώντας διαρκώς τον αναγνώστη (και τις αντοχές του). Μυθιστορήματα ζοφερά αλλά ιδιαίτερα ελκυστικά, που δεν ενδείκνυνται για «ευαίσθητους αναγνώστες» ή γι’ αυτούς που (συνηθίζουν στα βιβλία που διαβάζουν να) εισέρχονται βαθιά εντός τους – το πιθανότερο είναι να βλέπουν εφιάλτες αργότερα. Είναι δύο βιβλία διαφορετικής θεματικής, γραμμένα το πρώτο, από έναν συγγραφέα-κολοσσό με φανατικούς θαυμαστές και το δεύτερο, από έναν ελάχιστα γνωστό στο παγκόσμιο κοινό που τράβηξε τον δικό του μοναχικό δρόμο με λίγους (σχετικά) αλλά πολύ φανατικούς αναγνώστες.
 

Στο κείμενο αυτό, γράφω για ένα από τα ελάσσονα έργα του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα
Cormac McCarthy (Providence 1933 – Santa Fe 2023), που έχει ως τίτλο «ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» («Child of God») – εκδόσεις Gutenberg, (σειρά Aldina) σε (αστραφτερή) μετάφραση και ωραία εισαγωγή του Παναγιώτη Κεχαγιά (σελ. 221), που έχει ως κεντρικό χαρακτήρα έναν από τους αποκρουστικότερους κακούς στο λογοτεχνικό σύμπαν, και για το διασημότερο ίσως λογοτεχνικό έργο, του Βρετανού συγγραφέα (και πολλά άλλα) Derek Raymond (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Robin (Robert) Cook) – (Λονδίνο 1931-1994), με τίτλο «ΗΜΟΥΝ Η ΝΤΟΡΑ ΣΟΥΑΡΕΖ» («I was Dora Suarez») – εκδόσεις Έρμα σε μετάφραση της Όλγας Καρυώτη (σελ. 267), με ήρωα έναν από τους πιο διεστραμμένους κακούς που έχω συναντήσει σε μυθιστόρημα. Ας τα πάρουμε από την αρχή:

Το «ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», είναι ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα (ουσιαστικά, το τρίτο) που έγραψε ο μεγάλος McCarthy. Εκδόθηκε το 1973, την εποχή που ο έξοχος συγγραφέας δεν είχε γίνει ακόμα διάσημος και προτού γραφτούν τα «μεγάλα έργα» του. Είναι από τα λιγότερο γνωστά βιβλία του, που όμως διαβάζοντάς το μετά από 50 χρόνια από τη δημιουργία του, παραμένει εξαιρετικά σύγχρονο και διαθέτει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ύφος του McCarthy, κυρίως την ικανότητά του να περιγράφει τον ανθρώπινο ψυχισμό και τα όριά του, μέσα στα τραχιά τοπία της αμερικανικής ενδοχώρας, και να εμβαθύνει στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
 
Στο μυθιστόρημα, ακολουθούμε τον Λέστερ Μπάλαρντ, έναν φτωχό αγρότη, ο οποίος χάνει το κτήμα του, για χρέη στην τράπεζα, σε μια επαρχία του Τενεσί. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και ο Μπάλαρντ, συγκλονισμένος από αυτή την απώλεια, περιφέρεται άστεγος και χωρίς διάθεση για δουλειά. Απλά επιβιώνει και σκοτώνει. Γιατί ο Μπάλαρντ είναι ένας διαταραγμένος άνθρωπος, αποξενωμένος από την κοινωνία που τον περιφρονεί και δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Ο Μπάλαρντ βυθίζεται όλο και περισσότερο στην παράνοια, δολοφονώντας ζευγάρια που κατασκοπεύει μέσα στα αυτοκίνητά τους σε ερωτικές στιγμές, είναι νεκρόφιλος (αφού παίρνει τα γυναικεία πτώματα και τα βιάζει) και τελείως εξαχρειωμένος.
 

«Ένας άντρας μοναχικός. Όσοι πήγαιναν στου Κίρμπι για να πιούν τον πετύχαιναν νυχτιάτικα δίπλα στο δρόμο, καμπουριασμένο και μόνο, με την καραμπίνα στο χέρι σαν κάτι που δεν μπορούσε ν’ αποτινάξει.
Είχε αδυνατίσει κι είχε γίνει πικρόχολος.
Κάποιοι έλεγαν πώς είχε τρελαθεί.
Ένα κακόβουλο άστρο τον οδηγούσε.
Σταματούσε στα σταυροδρόμια κι αφουγκραζόταν τα σκυλιά των άλλων να γαβγίζουν πάνω στο βουνό. Μια ψωροπερήφανη φιγούρα στο φως των προβολέων των λιγοστών αυτοκινήτων που περνούσαν. Μέσα στη σκόνη που άφηναν πίσω τους εκείνος έβριζε ή μουρμούριζε ή εκτόξευε ροχάλες ενώ οι άλλοι στριμώχνονταν μέσα στα παλιά μεγάλα σεντάν με καραμπίνες και βάζα με ουίσκι ακουμπισμένα ανάμεσά τους και λιγνά κυνηγόσκυλα κουλουριασμένα πάνω στο καπό του πορτμπαγκάζ.»
 
Λόγω της εμφάνισής του – είναι τόσο κοντός (στα όρια του νανισμού), βρώμικος και εξαθλιωμένος – κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Τον αφήνουν να περιφέρεται – κάποιοι τον λυπούνται, λόγω του βασανισμένου παρελθόντος του, ο πατέρας του κρεμάστηκε, ως παιδί δε αντιμετώπιζε πάντα την χλεύη των συμμαθητών του -, τον βλέπουν ως γραφική φιγούρα, αλλά εκείνος είναι ότι πιο κοντινό σε serial killer, μπορείς να φανταστείς. Κατρακυλάει στην τρέλα, σκοτώνοντας και βιάζοντας νεκρές γυναίκες, αγοράζει γυναικεία εσώρουχα προσπαθώντας να τους τα φορέσει, ντύνεται με γυναικεία ρούχα και ζει σε σπηλιές, ενώ οι υποψίες για τη δράση του εντείνονται αλλά αποδείξεις δεν υπάρχουν.
 
Στο βιβλίο του McCarthy, τα ηθικά όρια θολώνουν και η γραμμή μεταξύ «πολιτισμού» και «αγριότητας» ξεθωριάζει, όσο δε ο Μπάλαρντ βυθίζεται όλο και περισσότερο στην τρέλα, προκαλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί για τις έννοιες της «ηθικής» και των κανόνων που επιβάλλονται από την κοινωνία. Ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας άνθρωπος χαμηλής νοημοσύνης που είναι ανίκανος να επικοινωνήσει με τους άλλους, απομονώνεται και ζει ως κτήνος, δεν ξεχωρίζει τις ενέργειές του μεταξύ «καλού» και «κακού», βγάζοντας στην επιφάνεια τα χαμηλότερα ένστικτα του ανθρώπινου είδους.
 
«Ενώ ήταν ξαπλωμένος μέσα στη σκοτεινή σπηλιά τού φάνηκε ότι άκουσε ένα σφύριγμα όπως όταν ήταν μικρό παιδί στο κρεβάτι του κι άκουγε τον πατέρα του που γύριζε σπίτι να σφυρίζει από το δρόμο, έναν μοναχικό αυλητή, αλλά τώρα ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το ρυάκι που κυλούσε στα βάθη του σπηλαίου για να καταλήξει ίσως σε άγνωστους ωκεανούς στα βάθη της γης.
Εκείνη τη νύχτα είδε στον ύπνο του ότι ακολουθούσε τη δασωμένη ράχη του βουνού καβάλα στο μουλάρι. Είδε πιο χαμηλά κάτι ελάφια σ’ ένα λιβάδι να φωτίζονται από τον ήλιο που έπεφτε στο χορτάρι. Το χορτάρι δεν είχε στεγνώσει ακόμη και τα ελάφια στέκονταν ακίνητα και τους έφτανε μέχρι τα γόνατα. Μπορούσε να νιώσει τη ραχοκοκαλιά του μουλαριού να κινείται με κάθε βήμα και ο Μπάλαρντ πίεσε με τα πόδια του τα πλευρά. Η θλίψη και ο φόβος του βάθαιναν με κάθε φύλλο που άγγιζε το πρόσωπό του. Κάθε φύλλο που περνούσε το έβλεπε για τελευταία φορά. Κυλούσαν πάνω στο πρόσωπό του σαν πέπλα, κάποια ήδη κίτρινα, με τις φλέβες τους σαν λεπτά κόκκαλα στο φως του ήλιου. Ήταν απόφασισμένος να συνεχίσει γιατί δεν υπήρχε γυρισμός και ο κόσμος εκείνη τη μέρα ήταν πανέμορφος όπως και κάθε άλλη μέρα από την αρχή του κόσμου και ο Μπάλαρντ πήγαινε ίσια στο χαμό του.»


Ο McCarthy, δημιουργεί έναν ήρωα, που θα συναντήσουμε και σε μεταγενέστερα βιβλία του (σχεδόν πανομοιότυπος είναι ο – απόλυτα Κακός – Άντον Τσίγκουρ αλησμόνητος χαρακτήρας του «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»), έναν ήρωα που παρότι είναι ένα «τέκνο του Θεού» («μάλλον όπως κι εσείς» όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, στην αρχή του βιβλίου), επισημαίνει διαρκώς στον αναγνώστη ποια είναι τα βαθύτατα όρια μιας ύπαρξης, πόσο βαθιά κρυμμένο (ή και καταπιεσμένο) είναι το «Κακό» μέσα μας, δοκιμάζει τα όρια των αναγνωστικών αντοχών μας.
 
Το «Τέκνο του Θεού» που μετέφερε στον κινηματογράφο ο (διαρκώς ανήσυχος και πολύ μορφωμένος) James Franco, μπορεί να μη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των εκπληκτικών βιβλίων του Cormac McCarthy, αλλά είναι ένα «μεγάλο – μικρό» μυθιστόρημα, αφόρητο και ελκυστικό, απωθητικό και σαγηνευτικό, μια διαρκής αναγνωστική πρόκληση, αλλά και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση της μεγαλοσύνης του σπουδαίου συγγραφέα.
 
Στο «ΗΜΟΥΝ Η ΝΤΟΡΑ ΣΟΥΑΡΕΖ», η βία και η κτηνωδία έχουν άλλο πρόσωπο, αλλά η «δοκιμασία» στις αντοχές του αναγνώστη συνεχίζεται. Ο ευφυέστατος Derek Raymond, αναπτύσσει μια απόλυτα ρεαλιστική (πιο «ρεαλιστική» δεν γίνεται) ιστορία, όπου κι εδώ έχουμε όχι μόνο έναν «απόλυτα Κακό» λογοτεχνικό ήρωα, που είναι όμως ταυτόχρονα κι ένας ζωντανός χαρακτήρας που θα μπορούσε να βρίσκεται διαρκώς δίπλα μας, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα μαγαζιά που διασκεδάζουμε, στον δρόμο που περπατάμε. Είναι ένα «ταξίδι» μέσα στην παράνοια που μόνο στην απόλυτη φρίκη μπορεί να σε οδηγήσει.
 

Οι πρώτες 44 σελίδες του βιβλίου, δεν αστειεύονται! Ο αναγνώστης εισέρχεται στην «καρδιά του σκότους» κατευθείαν, χωρίς καθυστέρηση. Ο νεαρός δολοφόνος, εισβάλλει με ένα τσεκούρι, στο σπίτι που φιλοξενείται η Ντόρα Σουάρεζ και την τεμαχίζει (κυριολεκτικά), ενώ η άτυχη γηραιά κυρία Μπέτι Κάρστερς που άκουσε τον θόρυβο μέσα στο διαμέρισμά της, θα πεταχτεί σαν σακί πάνω στο ψηλό επιδαπέδιο ρολόι, όπου θα βρει τον θάνατο από την πρόσκρουση. Ο δολοφόνος όμως δεν θα αρκεστεί σε αυτά. Θα κατακρεουργήσει  το πτώμα της Ντόρα Σουάρεζ, θα εκσπερματώσει πάνω του, θα γλείψει το αίμα, θα αφοδεύσει. Αφού τα κάνει όλα αυτά, θα φύγει και θα πάει στο σπίτι, του Φέλιξ Ροάτα, συνιδιοκτήτη ενός κλαμπ με τον οποίο φαίνεται να έχουν μια οικονομική δοσοληψία, και θα τον στείλει στον άλλον κόσμο, ρίχνοντάς του από πολύ κοντινή απόσταση μια σφαίρα που του διαλύει το κεφάλι (κυριολεκτικά).
 
Ο ανώνυμος ντετέκτιβ που θα κληθεί από την αστυνομία να αναλάβει την υπόθεση, είναι ο ίδιος που είναι βασικός ήρωας στο «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά», βιβλίο της σειράς των «Factory novels» (περισσότερα γι’ αυτή τη σειρά, μπορείτε να διαβάσετε στο κείμενό μου για το «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά»). Στο «Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ» είναι ανθυπαστυνόμος που έχει απολυθεί από το σώμα λόγω συμπεριφοράς, αλλά καλείται πίσω εσπευσμένα στο «Εργοστάσιο» (όπως αποκαλείται το τμήμα στο οποίο υπηρετεί – ένα ιδιαίτερα σκληρό και βίαιο τμήμα, που χρησιμοποιούν πολλές φορές ανορθόδοξες μεθόδους). Προσπαθώντας να ξετυλίξει το νήμα της υπόθεσης, ο ανθυπαστυνόμος βρίσκει το ημερολόγιο της Ντόρα Σουάρεζ, όπου θα εισέλθει σε έναν ιστό της αράχνης, γεμάτο διαφθορά, βία και ζόφο. Αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ο φόνος της Ντόρα Σουάρεζ και του Φέλιξ Ροάτα, που έγινε μερικά χιλιόμετρα μακριά, συνδέονται μεταξύ τους και το κλειδί βρίσκεται στο κλαμπ που είχε τελευταίος. Όσο περισσότερο όμως εισέρχεται στις λεπτομέρειες της ιστορίας και σε συνδυασμό με την ευαισθησία που βγαίνει από τα γραπτά της δολοφονηθείσας κοπέλας, κυριεύεται από μια συνεχή εμμονή να την «δικαιώσει».
 
Αν ο αναγνώστης πιστέψει ότι αυτό το κρεσέντο της βίας και της φρίκης, εξαντλείται στην αρχή, πλανάται… Αυτό που ακολουθεί με τα ευρήματα μέσα στον επάνω όροφο του κλαμπ, , είναι αδιανόητο, και δείγμα της αχαλίνωτης φαντασίας του συγγραφέα. Από την άλλη όμως έχουμε και το πάθος του ανθυπαστυνόμου για την Ντόρα Σουάρεζ, που γίνεται (ερωτική ουσιαστικά) εμμονή, και που οδηγείται αργά αλλά σταθερά στην παράνοια και στην προσωπική εκδίκηση απέναντι σε έναν διαταραγμένο και άρρωστο δολοφόνο. Το φινάλε του βιβλίου ελαφρώς απογοητεύει καθώς η (πολυαναμενόμενη) κορύφωση δεν έρχεται, σε μια ιστορία ηλεκτρισμένη και τελείως παρανοϊκή.
 
«Οι πληκτικοί και οι δολοφόνοι είναι περίπου το ίδιο, οι περισσότεροι φόνοι οφείλονται είτε στην ανία είτε στην απελπισία. Οι δολοφόνοι, σε αντίθεση με τους απλούς ανθρώπους, σκοτώνουν επειδή τους είναι τρομερά δύσκολο να είναι ευγενικοί. Οι περισσότεροι δολοφόνοι έχουν αστική καταγωγή ή, ακόμα χειρότερα, επειδή έχουν εξαναγκαστεί να βρίσκονται σε εργατικό περιβάλλον, αναπαράγουν το αστικό.(…)
Αυτός ο δολοφόνος είχε πάρα πολύ σοβαρά σεξουαλικά προβλήματα. Δεν είχε ιδέα από που προέρχονταν, φυσικά, αφού δεν είχε καμία δυνατότητα να τα διακρίνει. Μια μορφή που έπαιρνε το πρόβλημά του (μακάρι να είχε σταματήσει εκεί!) ήταν το απόλυτο, αν και ασυνείδητο, μίσος που έτρεφε προς το μοναδικό μέρος του εαυτού του πάνω στο οποίο, αν και ήταν προσαρτημένο στο σώμα του, δεν είχε κανένα έλεγχο: το πουλί του.
Είχε αρχίσει να το τιμωρεί γι’ αυτόν τον λόγο από τότε που ήταν ακόμα πολύ νέος, για την ακρίβεια από την πρώτη φορά που μια γυναίκα το προκάλεσε να κάνει τη δουλειά του και απέτυχε. Στα δεκαπέντε του, την πρώτη του φορά, εκείνη την πρώτη φοβερή στιγμή στη ζωή ενός νεαρού άντρα, τον απογοήτευσε σαν σκασμένο λάστιχο. Εξαιτίας της ακλόνητης και απόλυτης άρνησής του να σηκωθεί, αυτό το μέρος του σώματός του απέδειξε ότι δεν ήταν εκείνο το ανώτερο ον που νόμιζε. Αντιθέτως, αυτό το συρρικνωμένο αλλά ζωτικό μικρό μέρος του κούρνιαζε αδύναμο, όπως έκανε έκτοτε κάθε φορά, με μια αρνητική αλλά ελεγκτική αυθάδεια, πεσμένο πάνω στον μηρό του σαν γερομπεκρής σε κάποιο μπαρ, κλείνοντάς του λίγο-πολύ το μάτι πονηρά, προκαλώντας τον να κάνει κάτι. Στο τέλος τού έδωσε ένα τόσο γερό χαστούκι, που ούρλιαξε από τον πόν πόνο που προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του, ενώ το κορίτσι, μπροστά στο άσχημο θέαμα της ανικανότητάς του, έγινε καπνός. Έτσι το πρώτο φαλλικό αίμα που έχυσε ποτέ ήταν το δικό του. Το κορίτσι που νόμιζε ότι ήταν δικό του, πολύ λογικά, την κοπάνησε αμέσως από το δωμάτιο κι έφυγε μακριά από εκείνο το φτηνό ξενοδοχείο στην Καλιντόνιαν Ρόουντ.»


Ο Raymond περιγράφει στο βιβλίο του, τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, εξερευνώντας θέματα εξουσίας, βίας και λύτρωσης. Είναι ένα κολασμένο ταξίδι προς την άβυσσο με το οποίο ο αναγνώστης νιώθει διαρκώς άβολα και δυσάρεστα, με τρομερό αφηγηματικό ρυθμό, αγχώδη και ξέφρενο, όπου δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας θετικός – ακόμα και ο ανώνυμος ανθυπαστυνόμος που έλκεται από την νεκρή Ντόρα Σουάρεζ, δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι κάνα πρότυπο.
 
Νοσηρό και ευρισκόμενο διαρκώς σε μια ισορροπία τρόμου, ζοφερό και απόκοσμο το βιβλίο, σκοτεινό και άκρως ρεαλιστικό, μας μεταφέρει σε ένα Λονδίνο διαστροφικό και πέρα από κάθε ηθικό φραγμό. Το «ΗΜΟΥΝ Η ΝΤΟΡΑ ΣΟΥΑΡΕΖ», είναι ένα μυθιστόρημα που έγινε cult, που απέκτησε φανατικούς θαυμαστές και που μεταφέρθηκε στο θέατρο σε μια multimedia παράσταση. Είναι ένα βιβλίο που σε γοητεύει και το ρουφάς, που σε ακολουθεί για μέρες, αλλά δεν είναι για όλους - συνιστάται σε αποστασιοποιημένους αναγνώστες και όχι εκείνους που επηρεάζονται εύκολα.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 85 / 100